- παλιοκόριτσο
- τό1) испорченная девушка; 2) дрянная, скверная девчонка; негодница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παλιοκόριτσο — το 1. κορίτσι κακής διαγωγής, άσεμνου ήθους: Μπλέχτηκε με αλήτες και έγινε παλιοκόριτσο. 2. επιτιμητική απλώς λέξη: Έκαψες το φαγητό, παλιοκόριτσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλιοκόριτσο — το κορίτσι κακής ανατροφής ή επιλήψιμων ηθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + κορίτσι] … Dictionary of Greek
γλήνη — η (Α γλήνη) 1. αβαθής κοιλότητα άρθρωσης 2. η κόρη τού ματιού αρχ. 1. το μάτι 2. το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού ματιού 3. κούκλα, παιδικό παιχνίδι φρ., «ἔρρε, κακὴ γλήνη» χάσου, παλιοκόριτσο). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γλήνη, γλήνος αποτελούν… … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
παλιοθήλυκο — το παλιοκόριτσο, βρομοθήλυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι (ο) (βλ. λ. παλαιο ) + θηλυκό] … Dictionary of Greek
παλιοθήλυκο — το βλ. παλιογυναίκα και παλιοκόριτσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)